πινακογλείφτης

πινακογλείφτης
ο, θηλ. πινακογλείφτισσα, Ν
αυτός που γλείφει τα πιάτα με τα αποφάγια τών άλλων, ο τσανακογλείφτης, ο τιποτένιος κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ.*. < πίνακας «πιάτο» + γλείφτης (< γλείφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”